καθίδρυση

καθίδρυση
η (Α καθίδρυση) [καθιδρύω]
εγκατάσταση, τοποθέτηση, εγκαθίδρυση
αρχ.
1. ενθρόνιση αυτοκράτορα
2. πάπ. εγκαίνια θεμελίωσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”